- Νύκτα
- Νύξnightfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νύκτα — η (Μ νύκτα) βλ. νύχτα … Dictionary of Greek
νύκτα — νύξ night fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νύκτ' — Νύκτα , Νύξ night fem acc sg Νύκτε , Νύξ night fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύκτ' — νύκτα , νύξ night fem acc sg νύκτε , νύξ night fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νύχθ' — Νύκτα , Νύξ night fem acc sg Νύκτε , Νύξ night fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχθ' — νύκτα , νύξ night fem acc sg νύκτε , νύξ night fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… … Dictionary of Greek
Ipomoea — is also an album by the ethereal wave band Love Spirals Downwards, and a short story by John Rackham, published by Ace Books in 1969. Ipomoea Ipomoea carnea, called canudo de pita in Brazil … Wikipedia